Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σαράφικος — η, ο, Ν [σαράφης] 1. σαραφιάτικος 2. το ουδ. ως ουσ. το σαράφικο το κατάστημα τού σαράφη … Dictionary of Greek
σαράφικος — η, ο αυτός που αναφέρεται στο σαράφη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)